μίσυβρις

μίσυβρις
-ιος N 3/ 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,9
one who hates insolence, hater of in-solence; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίσυβρις — μίσυβρις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την αλαζονεία, την αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕβρις (πρβλ. παύσ υβρις, φίλ υβρις)] …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԲԱՐՏԱՒԱՆԱՏԵԱՑ — ( ) NBH 1 0056 Chronological Sequence: Early classical ա. μίσυβρις odio habens superbiam, alienus ab insolentia Ատեցօղ ամբարտաւանութեան եւ ամբարտաւանից. հպարտութենէ զզուած. *Ամբարտաւանատեաց, բարեսէր, ողորմած. ՟Գ. Մակ. ՟Զ. 8 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”